- ξεμπέρδεμα
- το , ξεμπέρδεμός ο1) распутывание (тж. перен. ), разматывание; 2) улаживание, урегулирование; 3) избавление, освобождение;
§ θΰχουμε κακά ξεμπέρδέματα — дело плохо кончится
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ θΰχουμε κακά ξεμπέρδέματα — дело плохо кончится
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμπέρδεμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεμπερδεύω, διάλυση, διαχωρισμός: Είναι δύσκολο το ξεμπέρδεμα της κλωστής. 2. απαλλαγή από δυσχέρειες, περιπλοκές, ενοχλήσεις: Δε θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα με το γείτονα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμπέρδεμα — και ξεμπέρδευμα, το [ξεμπερδεύω] 1. λύσιμο ή αποχωρισμός μπλεγμένων πραγμάτων 2. απαλλαγή από δύσκολες ή περίπλοκες καταστάσεις («μην ανακατευθείς σε αυτή την υπόθεση γιατί θα έχεις κακά ξεμπερδέματα») 3. εκκαθάριση ή ρύθμιση διαφορών,… … Dictionary of Greek
εκπλοκή — ἐκπλοκή, η (Α) το ξεμπέρδεμα, η διαφυγή … Dictionary of Greek
ξεμπερδεμός — ο [ξεμπερδεύω] ξεμπέρδεμα … Dictionary of Greek
ξεσκάλωμα — το [ξεσκαλώνω] 1. απελευθέρωση πράγματος που είναι σκαλωμένο ή που έχει μπλεχτεί με ένα άλλο 2. το ξέμπλεγμα, το ξεμπέρδεμα από μία δύσκολη ή δυσάρεστη υπόθεση … Dictionary of Greek
εξομάλυνση — η 1. ισοπέδωση, ίσασμα, αφαίρεση ανωμαλιών, εξομαλισμός. 2. μτφ., διευθέτηση (διαφορών), τακτοποίηση, ξεκαθάρισμα, ξεμπέρδεμα: Είναι δύσκολη η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών διαφορών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσουγκράνα — η 1. γεωργικό εργαλείο με σιδερένια δόντια προσαρμοσμένο σε στειλιάρι για την απομάκρυνση των λιθαριών από το χώμα. 2. ξύλινος πήχης με τρύπες για το ξεμπέρδεμα μπερδεμένου νήματος. 3. ξερό κολοκύθι, νεροκολοκύθα, γκρατζούνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)